πλεονάζοντος

πλεονάζοντος
πλεονάζω
to be more
pres part act masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αποθείωση — Διαδικασία με την οποία ελαττώνεται ή αφαιρείται το θείο ή θειούχες ενώσεις από διάφορες ουσίες. Η α. έχει ιδιαίτερη σημασία στη μεταλλουργία, στην οινολογία και στη διύλιση των πετρελαίων. Στην πρώτη περίπτωση επιδιώκεται αφαίρεση του θείου από… …   Dictionary of Greek

  • αποσιδήρωση — η η απομάκρυνση από τον οργανισμό του πλεονάζοντος σιδήρου, που εναποτίθεται σε διάφορα όργανα ύστερα από υπερπροσφορά του στοιχείου …   Dictionary of Greek

  • αποχέτευση — Σύστημα υπονόμων και σωλήνων που χρησιμεύουν για να μεταφέρουν μακριά από ορισμένες ζώνες, ιδιαίτερα τις κατοικημένες, τα υγρά και καμιά φορά και τα στερεά απορρίμματα (λύματα). Διακρίνουμε δύο κατηγορίες υδάτων προς α., τα ακάθαρτα και τα νερά… …   Dictionary of Greek

  • κενοτόπιο — Οι κοιλότητες που βρίσκονται μέσα στο κυτταρόπλασμα. Απαντούν τόσο στα ζωικά όσο και στα φυτικά κύτταρα και είναι γεμάτα από αέρια ή υγρά που περιβάλλονται από λεπτή ελαστική μεμβράνη· η τελευταία πιστεύεται ότι φέρει ένζυμα που σχετίζονται με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”